τοσαυτανδρία

τοσαυτανδρία
ἡ, Μ
τόσοι άνδρες συγκεντρωμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ- τής αντων. τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτον + -ανδρία (< -ανδρος < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ολιγ-ανδρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”